ἀγχίπτολις: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(2)
(1)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγχίπτολις:''' -εως, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί [[ἀγχίπολις]], αυτός που βρίσκεται κοντά στην πόλη, αυτός που κατοικεί [[πολύ]] κοντά, σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''ἀγχίπτολις:''' -εως, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί [[ἀγχίπολις]], αυτός που βρίσκεται κοντά στην πόλη, αυτός που κατοικεί [[πολύ]] κοντά, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγχίπτολις:''' εως, ион. ιος adj. = [[ἀγχίπολις]].
}}
}}

Revision as of 15:20, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
qui se tient près de la cité, qui protège la cité.
Étymologie: ἄγχι, πτόλις.

Spanish (DGE)

v. ἀγχίπολις.

Greek Monotonic

ἀγχίπτολις: -εως, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί ἀγχίπολις, αυτός που βρίσκεται κοντά στην πόλη, αυτός που κατοικεί πολύ κοντά, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχίπτολις: εως, ион. ιος adj. = ἀγχίπολις.