αἱμαλέος: Difference between revisions
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἱμᾰλέος:''' -α, -ον ([[αἷμα]]), [[αιματηρός]], [[αιμοχαρής]], αυτός που έχει το κόκκινο [[χρώμα]] του αίματος, σε Ανθ. | |lsmtext='''αἱμᾰλέος:''' -α, -ον ([[αἷμα]]), [[αιματηρός]], [[αιμοχαρής]], αυτός που έχει το κόκκινο [[χρώμα]] του αίματος, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἱμᾰλέος:''' окровавленный (κοπίδες Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A blood-red, Tryph.70; bloodstained, AP6.129 (Leon.), Nonn.D.5.14.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμαλέος: -α, -ον, = αἱματώδης, αἱματόχρους, Ἀνθ. Π. 6. 129. Τρυφ., Νόνν., κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
sanglant.
Étymologie: αἷμα.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰλέος) -α, -ον
• Morfología: [fem. -λέη Triph.70, Nonn.D.4.454]
I 1ensangrentado κοπίς AP 6.129 (Leon.), ἐέρση Nonn.D.4.454, βοὸς ὁλκός Nonn.D.5.14.
2 de color rojo sangre αἱ. ἀμεθύσσου la amatista, Triph.70.
II subst. τὸ αἱ. morcilla Hsch., EM α 500.
Greek Monotonic
αἱμᾰλέος: -α, -ον (αἷμα), αιματηρός, αιμοχαρής, αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα του αίματος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰλέος: окровавленный (κοπίδες Anth.).