αἰθυκτήρ: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰθυκτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ορμά αστραπιαία, βίαια διαμέσου του αέρα, λέγεται για άγρια θηρία ή βέλη, σε Ανθ. | |lsmtext='''αἰθυκτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ορμά αστραπιαία, βίαια διαμέσου του αέρα, λέγεται για άγρια θηρία ή βέλη, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰθυκτήρ:''' ῆρος adj. стремительный (δούνακες Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A rushing violently, of pigs, Opp.C.2.332; φύσαλοι αἰ. Id.H.1.368.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθυκτήρ: ῆρος, ὁ ὁρμῶν βιαίως διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, βελῶν κτλ. Ὀππ. Κ. 2. 332. Ἀνθ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
impétueux, violent.
Étymologie: αἰθύσσω.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
que se lanza violentamente σύες Opp.C.2.332, ὄρυξ Opp.C.2.551, φύσαλοι Opp.H.1.368.
Greek Monotonic
αἰθυκτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ορμά αστραπιαία, βίαια διαμέσου του αέρα, λέγεται για άγρια θηρία ή βέλη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
αἰθυκτήρ: ῆρος adj. стремительный (δούνακες Anth.).