ἀκέλευστος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκέλευστος:''' -ον, αυτός που δεν διατάχθηκε, σε Τραγ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἀκέλευστος:''' -ον, αυτός που δεν διατάχθηκε, σε Τραγ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκέλευστος:''' действующий без приказания, по собственному почину, добровольно Trag.: [[ἴτω]] ἀ. Plat. пусть он идет без приглашения.
}}
}}

Revision as of 15:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκέλευστος Medium diacritics: ἀκέλευστος Low diacritics: ακέλευστος Capitals: ΑΚΕΛΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: akéleustos Transliteration B: akeleustos Transliteration C: akelefstos Beta Code: a)ke/leustos

English (LSJ)

ον,

   A unbidden, A.Ag.731 (lyr.), S.Aj.1284, E.El.71, Pl.Lg.953d. Adv. -ως Suid. s.v. ἀπαγγέλτως.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέλευστος: -ον, ὁ μὴ κελευσθείς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 731, Σοφ. Αἴ. 1263, Εὐρ. Ἠλ. 71, Πλάτ. Νόμ. 953D. ― Ἐπίρρ. -τως, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agit spontanément, sans avoir reçu d’ordre.
Étymologie: ἀ, κελεύω.

Spanish (DGE)

-ον
1 sin que nadie lo pida u ordene ἀ. ἄμισθος ἀοιδά A.A.978, δαῖτ' ἀκέλευστος ἔτευξεν A.A.731, ἀ. ἦλθε S.Ai.1284, cf. E.El.71, Pl.Lg.953d.
2 adv. -ως sin ordenarlo nadie Rom.Mel.11.κδʹ, Sud.s.u. ἀπαραγγέλτως.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκέλευστος, -ον) κελεύω
αυτός που δεν έχει προσταχθεί, (μσν. νεοελλ.) εκείνος που δεν έχει κελευσθεί, δεν έχει χειροτονηθεί σε ιερατικό αξίωμα.

Greek Monotonic

ἀκέλευστος: -ον, αυτός που δεν διατάχθηκε, σε Τραγ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκέλευστος: действующий без приказания, по собственному почину, добровольно Trag.: ἴτω ἀ. Plat. пусть он идет без приглашения.