Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμμότροφος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(2)
(1a)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμμότροφος:''' -ον ([[τρέφω]]), αυτός που μεγαλώνει στην άμμο, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀμμότροφος:''' -ον ([[τρέφω]]), αυτός που μεγαλώνει στην άμμο, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄμμος]], [[τρέφω]]<br />growing in [[sand]], Anth.
}}
}}

Revision as of 15:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμμότροφος Medium diacritics: ἀμμότροφος Low diacritics: αμμότροφος Capitals: ΑΜΜΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: ammótrophos Transliteration B: ammotrophos Transliteration C: ammotrofos Beta Code: a)mmo/trofos

English (LSJ)

ον,

   A growing in sand, AP4.1.20 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμότροφος: -ον, ὁ φυόμενος καὶ αὐξανόμενος ἐν τῇ ἄμμῳ, Ἀνθολ. Π. 4. 1, 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit ou croît dans le sable.
Étymologie: ἄμμος, τρέφω.

Spanish (DGE)

-ον
que se cría en la arenade una planta AP 4.1.20 (Mel.).

Greek Monotonic

ἀμμότροφος: -ον (τρέφω), αυτός που μεγαλώνει στην άμμο, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἄμμος, τρέφω
growing in sand, Anth.