ἀνακούφισις: Difference between revisions
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνακούφισις:''' -εως, ἡ, [[ελάφρυνση]], [[απαλλαγή]] από [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀνακούφισις:''' -εως, ἡ, [[ελάφρυνση]], [[απαλλαγή]] από [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνακούφῐσις:''' εως ἡ облегчение (κακῶν Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:12, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A relief, κακῶν S.OT 218.
German (Pape)
[Seite 193] ἡ, Erleichterung, κακῶν, von Uebeln, Soph. O. R. 218.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακούφισις: -εως, ἡ, ἐλάφρυνσις ἀπό τινος πράγμ., κακῶν Σοφ. Ο. Τ. 218.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
allégement.
Étymologie: ἀνακουφίζω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ alivio κακῶν S.OT 218.
Greek Monotonic
ἀνακούφισις: -εως, ἡ, ελάφρυνση, απαλλαγή από κάτι, με γεν., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακούφῐσις: εως ἡ облегчение (κακῶν Soph.).