ἀνδροβόρος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνδροβόρος:''' -ον ([[ἀνήρ]], βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει άνδρες, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀνδροβόρος:''' -ον ([[ἀνήρ]], βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει άνδρες, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνδροβόρος:''' Anth. = [[ἀνδροβρώς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A man-devouring, AP7.206 (Damoch.), Q.S.6.247.
German (Pape)
[Seite 218] männerverzehrend, κύνες Damoch. 1 (VII, 206); Διομήδεος ἵπποι Qu. Sm. 6, 247.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροβόρος: -ον, (βιβρώσκω) ἀνδροφάγος, Ἀνθ. Π. 7. 206, Κόϊντ. Σμ. 6. 247.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dévore les hommes.
Étymologie: ἀνήρ, βιβρώσκω.
Spanish (DGE)
-ον
devorador de hombres ἀνδροβόρων ... κυνῶν AP 7.206 (Damoch.), ἵππος Q.S.6.247.
Greek Monotonic
ἀνδροβόρος: -ον (ἀνήρ, βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει άνδρες, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδροβόρος: Anth. = ἀνδροβρώς.