ἀναστενάχω: Difference between revisions
Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναστενάχω:''' [ᾰ], με αιτ. προσ., [[αναστενάζω]] για κάποιον μεγαλόφωνα, [[θρηνώ]] [[δυνατά]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., στο ίδ. | |lsmtext='''ἀναστενάχω:''' [ᾰ], με αιτ. προσ., [[αναστενάζω]] για κάποιον μεγαλόφωνα, [[θρηνώ]] [[δυνατά]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναστενάχω:''' тж. med., Eur. = ἀναστενάω 3. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
English (LSJ)
c. acc. pers.,
A groan aloud over, bemoan, bewail aloud, ib.23.211:—so in Med., 18.315,355.
German (Pape)
[Seite 209] laut beseufzen, bejammern, τινά, Il. 23, 211; auch med., 18, 315. 355, wie Sp. Ep.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστενάχω: μετ᾿ αἰτ. προσώπου, στενάζω διά τινα μεγαλοφώνως, γογγύζω, θρηνῶ μεγαλοφώνως, μετ᾿ αἰτ., Ἰλ. Ψ. 211, οὕτω κατὰ μέσ. τύπον, Σ. 315, 355.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
gémir sur, acc.;
Moy. ἀναστενάχομαι m. sign.
Étymologie: ἀνά, στενάχω.
English (Autenrieth)
mid. ipf. ἀνεστενάχοντο: fetch sighs, groan; τινά (bewail), Il. 23.211. (Il.)
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾰχ-]
1 c. ac. de pers. llorar a, lamentarse por τὸν πάντες ἀναστενάχουσιν Il.23.211
•en v. med. mismo sent. Πάτροκλον ἀνεστενάχοντο Il.18.315, 355.
2 abs. suspirar, quejarse ἀναστενάχων ἀπεκώκυεν ἱερὸς ὄρνις Rhian.73.3.
Greek Monolingual
ἀναστενάχω (Α)
στενάζω, θρηνώ μεγαλόφωνα για κάτι.
Greek Monotonic
ἀναστενάχω: [ᾰ], με αιτ. προσ., αναστενάζω για κάποιον μεγαλόφωνα, θρηνώ δυνατά, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναστενάχω: тж. med., Eur. = ἀναστενάω 3.