διαλεκτέον: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(3) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαλεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[διαλέγομαι]], πρέπει να συζητηθεί, σε Πλάτ. | |lsmtext='''διαλεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[διαλέγομαι]], πρέπει να συζητηθεί, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαλεκτέον:''' adj. verb. к [[διαλέγομαι]] и [[διαλέγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:52, 31 December 2018
English (LSJ)
(διαλέγομαι)
A one must discourse, Isoc.12.134, Pl.Ly. 211c: esp. philosophically, Arist.APo.77b13, Metaph.1012b7.
Greek (Liddell-Scott)
διαλεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διαλέγομαι, πρέπει τις νὰ διαλεχθῇ, συνομιλήσῃ, Ἰσοκρ. 260C, Πλάτ. Λύσ. 211C· ― ἰδίως διαλεκτικῶς, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 12, 3.
Spanish (DGE)
1 hay que hablar, hay que disertar οὐκέτι περὶ ἁπασῶν αὐτῶν Isoc.12.134, περὶ τῆς παρασκευῆς Isoc.5.95, περὶ τῆς πλεονεξίας Lib.Or.11.12, cf. Pl.Ly.211c, περὶ γεωμετρίας Arist.APo.77b13, ἐν ἀγεωμετρήτοις περὶ γεωμετρικῶν οὐ δ. Them.in APo.25.32, ἐξ ὁρισμοῦ Arist.Metaph.1012b7, cf. Top.164b8.
2 tr. hay que pronunciar, hay que decir πρὸς δὲ τὸν οἶνον ἅπερ Eὐριπίδης πρὸς τὴν Ἀφροδίτην δ. Plu.2.312b.
Greek Monotonic
διαλεκτέον: ρημ. επίθ. του διαλέγομαι, πρέπει να συζητηθεί, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
διαλεκτέον: adj. verb. к διαλέγομαι и διαλέγω.