ἀντικάτημαι: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντικάτημαι:''' -κατίζομαι, -[[κατίστημι]], Ιων. αντί <i>ἀντι- κάθ-</i>. | |lsmtext='''ἀντικάτημαι:''' -κατίζομαι, -[[κατίστημι]], Ιων. αντί <i>ἀντι- κάθ-</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντικάτημαι:''' ион. = [[ἀντικάθημαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἀντικατίζομαι, ἀντικατίστημι, Ion. for ἀντικάθ-.
German (Pape)
[Seite 253] -κατίζομαι, -κατίστημι, ion. Formen für ἀντικάθημαι u. s. w.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικάτημαι: ἀντικατίζομαι, ἀντικατίστημι Ἰων. ἀντὶ ἀντικάθ-.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀντικάθημαι.
Spanish (DGE)
v. ἀντικάθημαι.
Greek Monotonic
ἀντικάτημαι: -κατίζομαι, -κατίστημι, Ιων. αντί ἀντι- κάθ-.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικάτημαι: ион. = ἀντικάθημαι.