ἐξιστάνω: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξιστάνω:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[ἐξίστημι]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἐξιστάνω:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[ἐξίστημι]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξιστάνω:''' и [[ἐξιστάω]] NT = [[ἐξίστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 31 December 2018
English (LSJ)
later form of ἐξίστημι, LXX 3 Ma.1.25, Dsc.4.73:—also ἐξιστάω, Act.Ap.8.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξιστάνω: μεταγεν. τύπος τοῦ ἐξίστημι, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Α΄, 25), Πράξ. Ἀποστ. η΄, 9, Διοσκ. 4. 74.
Greek Monolingual
βλ. εξίσταμαι.
Greek Monotonic
ἐξιστάνω: μεταγεν. τύπος του ἐξίστημι, σε Καινή Διαθήκη