καταφράσσω: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
(5) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταφράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[καλύπτω]] με θώρακα ή [[πανοπλία]], <i>ἵπποι καταπεφραγμένοι</i>, σε Πλούτ. | |lsmtext='''καταφράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[καλύπτω]] με θώρακα ή [[πανοπλία]], <i>ἵπποι καταπεφραγμένοι</i>, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-φράσσω opsluiten:; τὸ ἐσωτάτω καταφραχθὲν πῦρ het in het binnenste opgesloten vuur Hp. Vict. 9; beschermen; ptc. perf. med. καταπεφραγμένος beschermd. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A fortify, protect, in Pass., -φρασσόμενοι ἐν ταῖς φάλαγξιν LXX 1 Ma.6.38; πύργος σιδήρῳ -πεφραγμένος J.BJ7.8.5; τόπους ὅπλοις -πεφραγμένους καὶ ἵπποις Plu. Alex.16; ἵπποι κ. χαλκοῖς καὶ σιδηροῖς σκεπάσμασιν Id.Crass.24: metaph., πολλοῖς ἱππεῦσι καταπεφραγμένος Id.Alex.33.
French (Bailly abrégé)
couvrir d’une armure, cuirasser.
Étymologie: κατά, φράσσω.
Greek Monolingual
καταφράσσω (AM)
παθ. καταφράσσομαι
1. καλύπτομαι καλά, σκεπάζομαι τελείως
2. φορώ θώρακα, θωρακίζομαι
3. μτφ. περικυκλώνομαι προστατευτικά σαν με περίφραγμα
αρχ.
προστατεύω.
Greek Monotonic
καταφράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, καλύπτω με θώρακα ή πανοπλία, ἵπποι καταπεφραγμένοι, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-φράσσω opsluiten:; τὸ ἐσωτάτω καταφραχθὲν πῦρ het in het binnenste opgesloten vuur Hp. Vict. 9; beschermen; ptc. perf. med. καταπεφραγμένος beschermd.