μετόπωρον: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετόπωρον:''' τό ([[ὀπώρα]]), προχωρημένο [[φθινόπωρο]], σε Θουκ.
|lsmtext='''μετόπωρον:''' τό ([[ὀπώρα]]), προχωρημένο [[φθινόπωρο]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετόπωρον:''' τό осень Thuc., Arst.
}}
}}

Revision as of 00:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετόπωρον Medium diacritics: μετόπωρον Low diacritics: μετόπωρον Capitals: ΜΕΤΟΠΩΡΟΝ
Transliteration A: metópōron Transliteration B: metopōron Transliteration C: metoporon Beta Code: meto/pwron

English (LSJ)

τό (later μεθόπωρον (q.v.)),

   A = φθινόπωρον, late autumn, Hp.Aër.6; τοῦ ἔτους πρὸς μετόπωρον ἤδη ὄντος Th.7.79: coupled with ἔαρ, θέρος, χειμών, Arist.GA784a19: metaph., τὸ μ. τοῦ κάλλους Philostr.Ep. 51.

Greek (Liddell-Scott)

μετόπωρον: τό, τὸ μετὰ τὴν ὀπώραν, = φθινόπωρον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, Θουκ. 7. 79· μνημονεύεται μετὰ τῶν λέξεων: ἔαρ, θέρος, χειμών, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 5. 3, 35· - Καθ’ Ἡσύχ.: «μετόπωρον· μετὰ τὴν ὀπώραν, τροπὴ μετὰ θέρος».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fin de l’automne, automne.
Étymologie: μετά, ὀπώρα.

Greek Monolingual

μετόπωρον, τὸ (ΑΜ, Μ και μετάπωρον)
η εποχή του έτους η οποία ακολουθεί το δεύτερο μισό του καλοκαιριού, το φθινόπωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -όπωρον (< ὀπώρα «φθινόπωρο»)].

Greek Monotonic

μετόπωρον: τό (ὀπώρα), προχωρημένο φθινόπωρο, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μετόπωρον: τό осень Thuc., Arst.