πεδαμείβω: Difference between revisions
From LSJ
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πεδᾰμείβω:''' Αιολ. ή Δωρ. αντί <i>μετ-[[αμείβω]]</i>. | |lsmtext='''πεδᾰμείβω:''' Αιολ. ή Δωρ. αντί <i>μετ-[[αμείβω]]</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεδαμείβω:''' эол. = [[μεταμείβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 1 January 2019
English (LSJ)
Aeol. for μεταμείβω, Pi.O.12.12.
German (Pape)
[Seite 540] dor. statt μεταμείβω, Pind. Ol. 12, 18.
Greek (Liddell-Scott)
πεδαμείβω: Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μεταμείβω, Πινδ. Ο. 12. 18 ·
English (Slater)
πεδαμείβω (cf. μεταμείβω.)
1 exchange for c. acc. & gen. ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδμειψαν χρόνῳ (O. 12.12)
Greek Monolingual
Α
(αιολ. ή δωρ. τ.) βλ. μεταμείβω.
Greek Monotonic
πεδᾰμείβω: Αιολ. ή Δωρ. αντί μετ-αμείβω.
Russian (Dvoretsky)
πεδαμείβω: эол. = μεταμείβω.