πέροδος: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέροδος:''' ἡ, Αιολ. αντί [[περί]]-οδος.
|lsmtext='''πέροδος:''' ἡ, Αιολ. αντί [[περί]]-οδος.
}}
{{elru
|elrutext='''πέροδος:''' ἡ эол. Pind. = [[περίοδος]].
}}
}}

Revision as of 09:23, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέροδος Medium diacritics: πέροδος Low diacritics: πέροδος Capitals: ΠΕΡΟΔΟΣ
Transliteration A: pérodos Transliteration B: perodos Transliteration C: perodos Beta Code: pe/rodos

English (LSJ)

ἡ, Dor. for περίοδος, Pi.N.11.40, IG22.1126.16 (Delph., iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 602] ἡ, äol. = περίοδος, Pind., s. Böckh Ol. 6, 38 N. 11, 40.

Greek (Liddell-Scott)

πέροδος: ἡ, Αἰολ. ἀντὶ περίοδος, Πίνδ. Ν. 11. 51, ἴδε Böckh εἰς Ο. 6. 38, Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 16.

English (Slater)

πέροδος
   1 revolution δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν (Eustath.: περιόδοις codd.) (N. 11.40), cf. fr. 314.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. περίοδος.

Greek Monotonic

πέροδος: ἡ, Αιολ. αντί περί-οδος.

Russian (Dvoretsky)

πέροδος: ἡ эол. Pind. = περίοδος.