συνεπιστέλλω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπιστέλλω:''' [[στέλνω]], [[πέμπω]] μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.
|lsmtext='''συνεπιστέλλω:''' [[στέλνω]], [[πέμπω]] μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιστέλλω:''' вместе посылать Luc.
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιστέλλω Medium diacritics: συνεπιστέλλω Low diacritics: συνεπιστέλλω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: synepistéllō Transliteration B: synepistellō Transliteration C: synepistello Beta Code: sunepiste/llw

English (LSJ)

   A authorize at the same time, BGU1741.8 (i B.C.), POxy.1024.6 (ii A.D.); send with or together, Luc.Sat.15.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιστέλλω: ἐπιστέλλω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, ἐπαχθὲς δὲ μηδὲν συνεπιστελλέτω Λουκ. Κρονοσ. 15.

French (Bailly abrégé)

mander ou faire savoir en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπιστέλλω.

Greek Monolingual

Α ἐπιστέλλω
1. εξουσιοδοτώ συγχρόνως
2. αποστέλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο.

Greek Monolingual

Α ἐπιστέλλω
1. εξουσιοδοτώ συγχρόνως
2. αποστέλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο.

Greek Monotonic

συνεπιστέλλω: στέλνω, πέμπω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιστέλλω: вместе посылать Luc.