συναποφαίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(6) |
(4) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συναποφαίνομαι:''' μέλ. <i>-φᾰνοῦμαι</i>, Μέσ., [[αποφαίνομαι]], [[γνωματεύω]] ομοίως ή από κοινού, [[συμφωνώ]] με όσα βεβαιώνει [[κάποιος]], σε Ισοκρ. κ.λπ. | |lsmtext='''συναποφαίνομαι:''' μέλ. <i>-φᾰνοῦμαι</i>, Μέσ., [[αποφαίνομαι]], [[γνωματεύω]] ομοίως ή από κοινού, [[συμφωνώ]] με όσα βεβαιώνει [[κάποιος]], σε Ισοκρ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συναποφαίνομαι:''' <b class="num">1)</b> равным образом высказывать (τι Aeschin.);<br /><b class="num">2)</b> подтверждать, соглашаться (Isocr.; περί τινος Plut.): σ. τινι ἄγειν τὴν ἡσυχίαν Polyb. быть единодушным с кем-л. в вопросе сохранения мира. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1003] (s. φαίνω), mit od. zugleich seine Meinung sagen, συναποφηναμένου κἀμοῦ τι τοιοῦτον, Aesch. 2, 42; mit beistimmen, Pol. 4, 31, 5; Strab. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
être d’accord avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀποφαίνομαι.
Greek Monotonic
συναποφαίνομαι: μέλ. -φᾰνοῦμαι, Μέσ., αποφαίνομαι, γνωματεύω ομοίως ή από κοινού, συμφωνώ με όσα βεβαιώνει κάποιος, σε Ισοκρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
συναποφαίνομαι: 1) равным образом высказывать (τι Aeschin.);
2) подтверждать, соглашаться (Isocr.; περί τινος Plut.): σ. τινι ἄγειν τὴν ἡσυχίαν Polyb. быть единодушным с кем-л. в вопросе сохранения мира.