παλαίωσις: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλαίωσις:''' ἡ (παλαιόομαι), [[φθορά]] με τον χρόνο, [[παλαίωση]], σε Στράβ.
|lsmtext='''πᾰλαίωσις:''' ἡ (παλαιόομαι), [[φθορά]] με τον χρόνο, [[παλαίωση]], σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλαίωσις:''' εως ἡ старение (οἴνῳ [[ὠφέλιμον]] π., sc. ἐστιν Plut.).
}}
}}

Revision as of 11:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαίωσις Medium diacritics: παλαίωσις Low diacritics: παλαίωσις Capitals: ΠΑΛΑΙΩΣΙΣ
Transliteration A: palaíōsis Transliteration B: palaiōsis Transliteration C: palaiosis Beta Code: palai/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (παλαιόομαι)

   A keeping for a long time, esp. of wine, παλαίωσιν δέχεσθαι Str.5.4.3, cf. Plu.2.656b, Ath.1.33b, Xenocr. ap. Orib.2.58.140; of drugs, maturing, Hp.Decent.10; dilapidated condition of a house, Stud.Pal.22.131.7 (ii A. D.): metaph., διελθεῖν εἰς π. LXX Na. 1.15 (2.1); μῆνις ὀργὴ εἰς π. ἀποτιθεμένη Andronic.Rhod.p.572 M.

German (Pape)

[Seite 446] ἡ, das Altmachen, Altwerden; οἶνος χαριέστατος εἰς παλαίωσιν, Ath. I, 33 b; οἴνῳ μὲν ὠφέλιμον, ἐλαίῳ δ' ἀσύμφορον παλαίωσις, Plut. Symp. 7, 3, 4; a. Sp.; Schol. Ar. Ran. 868 erkl. μῆνις = ὀργὴ εἰς παλαίωσιν ἀποτιθεμένη.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαίωσις: ἡ, (παλαιόομαι) τὸ γίγνεσθαι παλαιόν, μάλιστα ἐπὶ οἴνου, παλαίωσιν δέχεσθαι Στράβ. 243, πρβλ. Πλούτ. 2. 656Β, Ἀθήν. 33Β ἡ π. τῶν ἱματίων Achmes Ὀνειρ. 158.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de vieillir, vétusté.
Étymologie: παλαιός.

Greek Monotonic

πᾰλαίωσις: ἡ (παλαιόομαι), φθορά με τον χρόνο, παλαίωση, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλαίωσις: εως ἡ старение (οἴνῳ ὠφέλιμον π., sc. ἐστιν Plut.).