τίγρις: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τίγρῐς:''' ἡ, γεν. <i>τίγριος</i> και <i>τιγρίδος</i>· αιτ. <i>τίγριν</i>· πληθ. ονομ. <i>τίγρεις</i> και <i>τίγριδες</i>· το [[θηρίο]] η [[τίγρις]], άγνωστη στην [[Ελλάδα]] [[μέχρι]] τα χρόνια του Αλεξάνδρου.
|lsmtext='''τίγρῐς:''' ἡ, γεν. <i>τίγριος</i> και <i>τιγρίδος</i>· αιτ. <i>τίγριν</i>· πληθ. ονομ. <i>τίγρεις</i> και <i>τίγριδες</i>· το [[θηρίο]] η [[τίγρις]], άγνωστη στην [[Ελλάδα]] [[μέχρι]] τα χρόνια του Αλεξάνδρου.
}}
{{elru
|elrutext='''τίγρις:''' ιος и εως, поздн. ῐδος ὁ и ἡ (pl. Plut. τίγρεις) тигр(ица) Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 07:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίγρῐς Medium diacritics: τίγρις Low diacritics: τίγρις Capitals: ΤΙΓΡΙΣ
Transliteration A: tígris Transliteration B: tigris Transliteration C: tigris Beta Code: ti/gris

English (LSJ)

ἡ, Philem.47, Plu.2.144d, also ὁ, Alex.204, Arist.HA607a4, Thphr.HP5.4.7: gen.

   A τίγριος Arist. and Thphr. ll. cc.; τίγριδος Opp.C.3.340; acc. τίγριν: pl. nom. τίγρεις, and τίγριδες D.C.54.9, 76.7; τίγριες Opp.C.1.323; τίγρητες Ar.Byz.Epit.95.10 (acc. to Choerob. in Theod.1.160 H. the river-name is both Τίγρης -ητος and Τίγρις -ιδος):—tiger, Felis tigris; Seleucus sent one to Athens, ὁ Σελεύκου τίγρις Alex. l.c., cf. Philem. l.c.

German (Pape)

[Seite 1109] ιδος, ion. ιος, welche Form auch bei den besten Attikern gebräuchlicher war, ἡ, seltener, aber vielleicht älter, ὁ, der Tiger; das masc. hat Alexis bei Ath. XIII, 590 b; Arist. H. A. 8, 28 u. Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

τίγρῐς: ἡ, Φιλήμων ἐν «Νεαίρᾳ» 1, Πλούτ. 2. 144D, καὶ ὁ, Ἄλεξις ἐν «Πυραυνῳ» 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 14, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 7· γεν. τίγριος Ἀριστ. καὶ Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλ’ ὁ τύπος τίγριδος προκρίνεται ὑπὸ τοῦ Χοιροβοσκ. ἐν τοῖς Α. Β. 1423 (ἴδε κατωτ.)· αἰτ. τίγριν· πληθ., ὀνομ τίγρεις, καὶ τίγριδες Δίων Κ. 54. 9., 76. 7· - τὸ θηρίοντίγρις, Felis tigris· φαίνεται δὲ ὅτι ἦτο ἄγνωστος τοῖς Ἕλλησι μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Ἀλεξάνδρου· ὁ Σέλευκος ἔστειλε μίαν εἰς Ἀθήνας, ὁ Σελεύκου τίγρις Ἄλεξ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Φιλήμονα ἔνθ’ ἄνωτ.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
tigre, tigresse, animal.
Étymologie: DELG emprunt iranien.

Greek Monolingual

-εως, η, ΝΜΑ, και τίγρις, ὁ, Α
βλ. τίγρη.

Greek Monotonic

τίγρῐς: ἡ, γεν. τίγριος και τιγρίδος· αιτ. τίγριν· πληθ. ονομ. τίγρεις και τίγριδες· το θηρίο η τίγρις, άγνωστη στην Ελλάδα μέχρι τα χρόνια του Αλεξάνδρου.

Russian (Dvoretsky)

τίγρις: ιος и εως, поздн. ῐδος ὁ и ἡ (pl. Plut. τίγρεις) тигр(ица) Arst., Plut.