ἱππευτήρ: Difference between revisions
From LSJ
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱππευτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Ανθ. | |lsmtext='''ἱππευτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱππευτήρ:''' ῆρος ὁ Anth. = [[ἱππευτής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,= sq.,
A πῶλος, ἱ. πεδίων, οὐχ ἁλός AP9.295 (Bianor).
German (Pape)
[Seite 1258] ῆρος, ὁ, der Reiter, Bian. 11 (IX, 295).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππευτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Πῶλον, τῶν πεδίων, ἀλλ’ οὐχ ἁλὸς ἱππευτῆρα Ἀνθ. Π. 9. 295.
Greek Monolingual
ἱππευτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) ιππεύω
μτγν. και ποιητ. τ. αντί ιππευτής.
Greek Monotonic
ἱππευτήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἱππευτήρ: ῆρος ὁ Anth. = ἱππευτής.