εὐμενία: Difference between revisions
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐμενία:''' ἡ, ποιητ. [[τύπος]] του [[εὐμένεια]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''εὐμενία:''' ἡ, ποιητ. [[τύπος]] του [[εὐμένεια]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐμενία:''' ἡ Pind. = [[εὐμένεια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:05, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A v. εὐμένεια.
German (Pape)
[Seite 1080] ἡ, p. = εὐμένεια, Pind. P. 12, a.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμενία: ἡ, ποιητ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ εὐμένεια, Πινδ. Π. 12. 8.
English (Slater)
εὐμενία
1 good will ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδ (P. 12.4)
Greek Monolingual
εὐμενία, ἡ (Α) ευμενής
ποιητ. τ. του ευμένεια.
Greek Monotonic
εὐμενία: ἡ, ποιητ. τύπος του εὐμένεια, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
εὐμενία: ἡ Pind. = εὐμένεια.