χοροήθης: Difference between revisions
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χοροήθης:''' -ες ([[ἦθος]]), [[συνηθισμένος]] στη χορική όρχηση, σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''χοροήθης:''' -ες ([[ἦθος]]), [[συνηθισμένος]] στη χορική όρχηση, σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χοροήθης:''' привыкший к хороводам (Νύμφαι HH). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A accustomed to the choral dance, νύμφαι h.Pan.3.
German (Pape)
[Seite 1366] ες, an Chöre, Tanze gewöhnt, H. h. 18, 3.
Greek (Liddell-Scott)
χοροήθης: -ες, ὁ εἰθισμένος εἰς τὴν χορικὴν ὄρχησιν, χοροήθεσι νύμφαις Ὕμν. Ὁμ. 18. 3.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui a l’habitude des chœurs, des danses.
Étymologie: χορός, ἦθος.
Greek Monolingual
-όηθες, Α
(ποιητ. τ.) ο εθισμένος στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. χειρο-ήθης].
Greek Monotonic
χοροήθης: -ες (ἦθος), συνηθισμένος στη χορική όρχηση, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
χοροήθης: привыкший к хороводам (Νύμφαι HH).