συμπροσψαύω: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμπροσψαύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[χτυπώ]], [[συγκρούομαι]] από κοινού, <i>τινί</i>, σε Αίσωπ. | |lsmtext='''συμπροσψαύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[χτυπώ]], [[συγκρούομαι]] από κοινού, <i>τινί</i>, σε Αίσωπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπροσψαύω:''' одновременно, прикасаться (τινί Aesop.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 990] (s. ψαύω), mit berühren od. anrühren, Aesop.
Greek (Liddell-Scott)
συμπροσψαύω: προσψαύω ὁμοῦ, τινι Αἴσωπ. 329.
French (Bailly abrégé)
tâter ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, προσψαύω.
Greek Monolingual
Α προσψαύω
αγγίζω μαζί με κάποιον άλλο.
Greek Monolingual
Α προσψαύω
αγγίζω μαζί με κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
συμπροσψαύω: μέλ. -σω, χτυπώ, συγκρούομαι από κοινού, τινί, σε Αίσωπ.
Russian (Dvoretsky)
συμπροσψαύω: одновременно, прикасаться (τινί Aesop.).