περίφλοιος: Difference between revisions
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περίφλοιος:''' -ον, αυτός που έχει φλοιό, [[φλούδα]] ολόγυρά του, σε Ξεν. | |lsmtext='''περίφλοιος:''' -ον, αυτός που έχει φλοιό, [[φλούδα]] ολόγυρά του, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίφλοιος:''' одетый корой (αἱ ποδοστράβαι σμίλακος Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with bark all round, X.Cyn. 9.12.
German (Pape)
[Seite 599] umrindet, mit Rinde umgeben, Xen. Cyn. 9, 12.
Greek (Liddell-Scott)
περίφλοιος: -ον, ὁ ἔχων φλοιὸν ὁλόγυρα, Ξεν. Κυν. 9, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entouré d’une écorce.
Étymologie: περί, φλοιός.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που περιβάλλεται από φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φλοιός.
Greek Monotonic
περίφλοιος: -ον, αυτός που έχει φλοιό, φλούδα ολόγυρά του, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
περίφλοιος: одетый корой (αἱ ποδοστράβαι σμίλακος Xen.).