σπειράομαι: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157
(6)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπειράομαι:''' ([[σπεῖρα]]), Παθ., συσπειρώνομαι, κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι, περιτυλίγομαι.
|lsmtext='''σπειράομαι:''' ([[σπεῖρα]]), Παθ., συσπειρώνομαι, κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι, περιτυλίγομαι.
}}
{{elnl
|elnltext=σπειράομαι [σπεῖρα] perf. ptc. ἐσπειραμένος zich kronkelen.
}}
}}

Revision as of 10:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπειράομαι Medium diacritics: σπειράομαι Low diacritics: σπειράομαι Capitals: ΣΠΕΙΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: speiráomai Transliteration B: speiraomai Transliteration C: speiraomai Beta Code: speira/omai

English (LSJ)

(σπεῖρα) Pass.,

   A to be coiled or folded round, πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο Eratosth.16.3; πέριξ . . σπειρηθεὶς [δράκων] Nic. Th. 457; δράκοντα . . ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον Paus.10.33.9; σχοινίου ἐσπειραμένου S.E.P.1.227: c. dat., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν coiled round them, f.l. in Sch.Lyc.p.5 S. for ἐπῃωρημένους.    2 metaph., λόγος ἐσπειραμένος πρὸς δεινότητα Demetr.Eloc.8.

Greek (Liddell-Scott)

σπειράομαι: (σπεῖρα) Παθητ., συσπειροῦμαι, τυλίσσομαι, «κουλλουριάζομαι», πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν Εἰσαγ. 153C· πέριξ ... σπειρηθεὶς [[[δράκων]]] Νικ. Θηρ. 457· δράκοντα. ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον Παυσ. 10. 33, 9· σχοινίου ἐσπειραμένου ... ὡς δράκων Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 227· μετὰ δοτ., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν, συνεστραμμένους περὶ τοὺς παῖδας, προοίμ. εἰς Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 2) μεταφορ., λόγος Δημήτρ. Φαληρ. 8. - Πρβλ. περισυσπειράω.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐσπειρήθην;
se rouler en spirales.
Étymologie: σπεῖρα.

Greek Monotonic

σπειράομαι: (σπεῖρα), Παθ., συσπειρώνομαι, κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι, περιτυλίγομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπειράομαι [σπεῖρα] perf. ptc. ἐσπειραμένος zich kronkelen.