ταρίχιον: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰρίχιον:''' τό, υποκορ. του [[τάριχος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τᾰρίχιον:''' τό, υποκορ. του [[τάριχος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰρίχιον:''' (ῑχ) τό [demin. к [[τάριχος]] кусок соленья Arph.
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρῑχιον Medium diacritics: ταρίχιον Low diacritics: ταρίχιον Capitals: ΤΑΡΙΧΙΟΝ
Transliteration A: taríchion Transliteration B: tarichion Transliteration C: tarichion Beta Code: tari/xion

English (LSJ)

τό, Dim. of τάριχος, Ar.Pax563 (troch.), Cephisod.8, Sor.2.15, Sammelb.4425 iii 25 (ii A.D.), Gloss.

German (Pape)

[Seite 1071] τό, dim. von τάριχος; Ar. Pax 555; bei Her. 2, 15 als v. l.; Pherecrat. u. Cephisodor. bei Ath. III, 119 c.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρίχιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ τάριχος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 563· κρεάδιόν τι φαῦλον ἢ ταρίχιον Κηφισόδωρ. ἐν «Ὑῒ» 2, πρβλ. Ἀθήν. 119C κἑξ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ τάριχος
υποκορ. του τάριχος.

Greek Monotonic

τᾰρίχιον: τό, υποκορ. του τάριχος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρίχιον: (ῑχ) τό [demin. к τάριχος кусок соленья Arph.