πολύρροδος: Difference between revisions

From LSJ

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύρροδος:''' -ον, [[άφθονος]] σε τριαντάφυλλα, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πολύρροδος:''' -ον, [[άφθονος]] σε τριαντάφυλλα, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύρροδος:''' обильно поросший розами ([[λειμών]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 02:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύρροδος Medium diacritics: πολύρροδος Low diacritics: πολύρροδος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΟΔΟΣ
Transliteration A: polýrrodos Transliteration B: polyrrodos Transliteration C: polyrrodos Beta Code: polu/rrodos

English (LSJ)

ον,

   A abounding in roses, λειμῶνες Ar.Ra.449 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύρροδος: -ον, (ῥόδον) ὁ ἔχων ἀφθονίαν ῥόδων, λειμὼν Ἀριστοφ. Βάτρ. 548.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein de roses.
Étymologie: πολύς, ῥόδον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλά ρόδα, πολλά τριαντάφυλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥόδον (πρβλ. φοινικό-ρροδος].

Greek Monotonic

πολύρροδος: -ον, άφθονος σε τριαντάφυλλα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πολύρροδος: обильно поросший розами (λειμών Arph.).