κισσάω: Difference between revisions
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κισσάω:''' Αττ. κιττ-, μέλ. <i>-ήσω</i>, έχω όρεξη για περίεργο [[φαγητό]], λέγεται για εγκύους· μεταφ., <i>κ. τῆς εἰρήνης</i>, σε Αριστοφ.· με απαρ., [[επιθυμώ]] να κάνω [[κάτι]], στον ίδ. | |lsmtext='''κισσάω:''' Αττ. κιττ-, μέλ. <i>-ήσω</i>, έχω όρεξη για περίεργο [[φαγητό]], λέγεται για εγκύους· μεταφ., <i>κ. τῆς εἰρήνης</i>, σε Αριστοφ.· με απαρ., [[επιθυμώ]] να κάνω [[κάτι]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κισσάω:''' атт. [[κιττάω]]<br /><b class="num">1)</b> страстно желать (τινος и ποιεῖν τι Arph.);<br /><b class="num">2)</b> (о беременных женщинах) иметь странные прихоти Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. κιττ-, (
A κίσσα 11) crave for strange food, of pregnant women, Arist.HA584a19, Arr.Epict.4.8.35, Gal.6.422; κ. τῆς γηθυλλίδος Polem.Hist.36: metaph., κ. τῆς εἰρήνης Ar.Pax 497 (lyr.): c. inf., long to do a thing, Id.V.349 (cf. Sch.); ἐκίττα ἡ πόλις ἐπὶ τῷ μειρακίῳ Longus 4.33. II Act., conceive, LXX Ps.50(51).7.
German (Pape)
[Seite 1442] att. κιττάω, das heftige Gelüst schwangerer Frauen nach besonderen, oft widernatürlichen Speisen haben, τινός; Ath. IX, 372 a; Arist. H. A. 7, 4 u. A.; übh. wonach lüstern sein, heftig verlangen, τῆς εἰρήνης Ar. Pax 4971 c. infin., Vesp. 349.
Greek (Liddell-Scott)
κισσάω: Ἀττ. κιττ-: μέλλ. -ήσω: (κίσσα ΙΙ)· ― ἔχω ὄρεξιν πρὸς ἀσυνήθη φαγητά, ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 6, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 8, 35· κ. γηθυλλίδος Ἀθήν. 372Α· μεταφ., κ. τῆς εἰρήνης Ἀριστοφ. Εἰρ. 497· μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ σφόδρα νὰ πράξω τι, ὁ αὐτ. Σφ. 349.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
désirer passionnément, gén. ou inf..
Étymologie: κίσσα.
Greek Monotonic
κισσάω: Αττ. κιττ-, μέλ. -ήσω, έχω όρεξη για περίεργο φαγητό, λέγεται για εγκύους· μεταφ., κ. τῆς εἰρήνης, σε Αριστοφ.· με απαρ., επιθυμώ να κάνω κάτι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κισσάω: атт. κιττάω
1) страстно желать (τινος и ποιεῖν τι Arph.);
2) (о беременных женщинах) иметь странные прихоти Arst., Plut.