συμπρεσβεύω: Difference between revisions
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμπρεσβεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αποστέλλομαι ως [[πρεσβευτής]] μαζί με άλλον ή άλλους πρεσβευτές, είμαι [[πρεσβευτής]] από κοινού, [[συμπρεσβευτής]], σε Δημ., Αισχίν. — Μέσ., [[συμμετέχω]] στην [[αποστολή]] μιας πρεσβείας, σε Θουκ. | |lsmtext='''συμπρεσβεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αποστέλλομαι ως [[πρεσβευτής]] μαζί με άλλον ή άλλους πρεσβευτές, είμαι [[πρεσβευτής]] από κοινού, [[συμπρεσβευτής]], σε Δημ., Αισχίν. — Μέσ., [[συμμετέχω]] στην [[αποστολή]] μιας πρεσβείας, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπρεσβεύω:''' тж. med. быть членом посольства, участвовать в посольстве: σ. τινι Thuc., Aeschin., Dem. вместе с кем-л. отправляться с посольством. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A to be a fellow-ambassador, be joined or associated with on an embassy, D.19.189, Aeschin.2.169, IG22.844.15, OGI333.12 (ii B.C.):—Med., join in sending an embassy, Th.3.92, 5.44.
German (Pape)
[Seite 990] Mitgesandter sein, mit bei einer Gesandtschaft sein, οὐδὲ συμπεπρεσβευκέναι φημί σοι Dem. 19, 189, u. A. – Im med., Thuc. 3, 92. 5, 44.
Greek (Liddell-Scott)
συμπρεσβεύω: ἀποστέλλομαι μετ’ ἄλλων πρεσβευτῶν ὡς συμπρεσβευτής, εἶμαι συμπρεσβευτής, Δημ. 400. 11, Αἰσχίν. 50 ἐν τέλ. ― Μέσ., συναποστέλλω πρεσβείαν, Θουκ. 3. 92., 5. 44.
French (Bailly abrégé)
être ambassadeur ensemble ou avec;
Moy. συμπρεσβεύομαι envoyer à la fois comme ambassadeur.
Étymologie: σύν, πρεσβεύω.
Greek Monolingual
ΜΑ πρεσβεύω
αποστέλλομαι ως πρεσβευτής μαζί με άλλους.
Greek Monolingual
ΜΑ πρεσβεύω
αποστέλλομαι ως πρεσβευτής μαζί με άλλους.
Greek Monotonic
συμπρεσβεύω: μέλ. -σω, αποστέλλομαι ως πρεσβευτής μαζί με άλλον ή άλλους πρεσβευτές, είμαι πρεσβευτής από κοινού, συμπρεσβευτής, σε Δημ., Αισχίν. — Μέσ., συμμετέχω στην αποστολή μιας πρεσβείας, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
συμπρεσβεύω: тж. med. быть членом посольства, участвовать в посольстве: σ. τινι Thuc., Aeschin., Dem. вместе с кем-л. отправляться с посольством.