καταφθινύθω: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταφθῐνύθω:''' [ῠ], = [[καταφθίω]], σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''καταφθῐνύθω:''' [ῠ], = [[καταφθίω]], σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταφθῐνύθω:''' (только praes.) губить, уничтожать (τιμάς HH; ἀρούρας Emped.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:42, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ],
A = καταφθίω, h.Cer.353, Emp. 111.4; cf. sq.
Greek (Liddell-Scott)
καταφθινύθω: ῠ, καταφθίω, τινὰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 354· ἄνεμοι κ. ἄρουραν Ἐμπεδ. 465· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
Greek Monolingual
καταφθινύθω (Α)
(ποιητ. τ.) καταφθίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φθινύθω, ποιητ. τ. του φθίω «καταστρέφω»].
Greek Monotonic
καταφθῐνύθω: [ῠ], = καταφθίω, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
καταφθῐνύθω: (только praes.) губить, уничтожать (τιμάς HH; ἀρούρας Emped.).