ἀνήλιπος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνήλῐπος:''' Δωρ. ἀν-άλ-, <i>-ον</i> ([[ἦλιψ]], είδος παπουτσιού), αυτό που δεν έχει πέδιλα, [[ανυπόδητος]], [[ξυπόλυτος]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἀνήλῐπος:''' Δωρ. ἀν-άλ-, <i>-ον</i> ([[ἦλιψ]], είδος παπουτσιού), αυτό που δεν έχει πέδιλα, [[ανυπόδητος]], [[ξυπόλυτος]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνήλῐπος:''' дор. ἀνάλῐπος 2 (νᾱ) необутый, босой Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:28, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. ἀνάλ-, ον,
A barefoot, v.l. for νήλιπος, Theoc.4.56.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήλῐπος: Δωρ. ἀνάλ-, ον, ἄνευ πεδίλων, ἀνυπόδητος, γυμνόπους, «’ξυπόλυτος», Θεόκρ. 4. 56· πρβλ. νήλιπος, νηλίπους (ἐκ τοῦ ἦλιψ, καθ’ ἃ λέγεται, ὅπερ ἦν Δωρικὸν πέδιλον).
Greek Monolingual
ἀνήλιπος, -ον (Α)
ανυπόδητος, ξυπόλητος
βλ. νήλιπος.
Greek Monotonic
ἀνήλῐπος: Δωρ. ἀν-άλ-, -ον (ἦλιψ, είδος παπουτσιού), αυτό που δεν έχει πέδιλα, ανυπόδητος, ξυπόλυτος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήλῐπος: дор. ἀνάλῐπος 2 (νᾱ) необутый, босой Theocr.