ἀντήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντήνωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]]) αντί ανδρός, <i>σποδὸς ἀντ</i>., [[τέφρα]] αντί [[ανδρών]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀντήνωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]]) αντί ανδρός, <i>σποδὸς ἀντ</i>., [[τέφρα]] αντί [[ανδρών]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντήνωρ:''' ορος adj. оставшийся вместо, т. е. от человека ([[σποδός]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντήνωρ Medium diacritics: ἀντήνωρ Low diacritics: αντήνωρ Capitals: ΑΝΤΗΝΩΡ
Transliteration A: antḗnōr Transliteration B: antēnōr Transliteration C: antinor Beta Code: a)nth/nwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, (ἀνήρ)

   A instead of a man, σποδὸς ἀ. dust for men, A.Ag.442.—In Il.as pr.n.

German (Pape)

[Seite 248] (ἀνήρ), ορος, statt des Mannes, σποδός Aesch. Ag. 430.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἀνὴρ) ἀντὶ ἀνδρός, ἀντήνορος σποδοῦ, σποδοῦ ἀντὶ ἀνδρός, Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 442. - Ἐν Ἰλ. ὡς κύρ. ὄνομα.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui tient la place d’un homme.
Étymologie: ἀντί, ἀνήρ.

Spanish (DGE)

-ορ
adj. que está en lugar de hombres σποδὸς ἀντήνωρ ceniza en lugar de hombres A.A.442, cf. A.D.Pron.5.6, Coni.233.6.

Greek Monolingual

ἀντήνωρ, ο, η (Α) ανήρ
φρ. «σποδός ἀντήνωρ» — στάχτη αντί για τον άντρα.

Greek Monotonic

ἀντήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ) αντί ανδρός, σποδὸς ἀντ., τέφρα αντί ανδρών, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντήνωρ: ορος adj. оставшийся вместо, т. е. от человека (σποδός Aesch.).