θήῃς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(4)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θήῃς:''' Επικ. αντί [[θῇς]], βʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του [[τίθημι]].
|lsmtext='''θήῃς:''' Επικ. αντί [[θῇς]], βʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του [[τίθημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''θήῃς:''' и θείῃς эп. 2 л. sing. aor. 2 conjct. к [[τίθημι]].
}}
}}

Revision as of 22:04, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

θήῃς: ἴδε τὸ ῥῆμα τίθημι.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. sbj. ao.2 épq. de τίθημι.

English (Autenrieth)

see τίθημι.

Greek Monotonic

θήῃς: Επικ. αντί θῇς, βʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

θήῃς: и θείῃς эп. 2 л. sing. aor. 2 conjct. к τίθημι.