ζευγοτρόφος: Difference between revisions
From LSJ
τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man
(4) |
(2b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ζευγοτρόφος:''' -ον, αυτός που εκτρέφει [[ζευγάρι]] ζώων, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ζευγοτρόφος:''' -ον, αυτός που εκτρέφει [[ζευγάρι]] ζώων, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζευγοτρόφος:''' (со)держащий пару упряжных животных Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1138] ein Gespann Pferde haltend, Plut. Pericl. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ζευγοτρόφος: -ον, τρέφων ζεῦγος κτηνῶν, Πλούτ. Περικλ. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui entretient un attelage.
Étymologie: ζεῦγος, τρέφω.
Greek Monolingual
ζευγοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που τρέφει, που έχει στην κατοχή του ζευγάρι ίππων ή βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].
Greek Monotonic
ζευγοτρόφος: -ον, αυτός που εκτρέφει ζευγάρι ζώων, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ζευγοτρόφος: (со)держащий пару упряжных животных Plut.