ἱκέτις: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱκέτις:''' [ῐ], -ιδος, ἡ, θηλ. του [[ἱκέτης]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἱκέτις:''' [ῐ], -ιδος, ἡ, θηλ. του [[ἱκέτης]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱκέτις:''' ιδος (ῐκ) ἡ просящая защиты, молящая об убежище (ἱ. φυγὰς [[περίδρομος]] Aesch.; ἱ. καὶ ἀφ᾽ ἑστίας ἠγμένη Arst.): ἡ [[Φερετίμη]] Ἀρυάνδεω ἱ. ἕζετο Her. Феретима пришла молить Арианда о защите; ἱ. [[ἀφῖγμαι]] Soph. я пришла молить о заступничестве. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 31 December 2018
English (LSJ)
(parox.), ιδος, ἡ, fem. of ἱκέτης, Hdt.4.165, 9.76, A.Supp.350,428 (both lyr.), S.OT 920, IG4.951.4 (Epid.), A.R.4.743, etc.
German (Pape)
[Seite 1248] ιδος, ἡ, fem. zu ἱκέτης; πρὸς σὲ ἱκέτις ἀφῖγμαι Soph. O. R. 920; Aesch. Suppl. 345; sp. D., Mel. 32 (XII, 19); in Prosa, τινός, Her. 4, 165.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκέτις: ῐ, ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἱκέτης, Ἡρόδ. 4. 165., 9. 76, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 349, 429, Σοφ. Ο. Τ. 920 κτλ.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
adj. f.
suppliante.
Étymologie: fém. de ἱκέτης.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἱκέτις: [ῐ], -ιδος, ἡ, θηλ. του ἱκέτης, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἱκέτις: ιδος (ῐκ) ἡ просящая защиты, молящая об убежище (ἱ. φυγὰς περίδρομος Aesch.; ἱ. καὶ ἀφ᾽ ἑστίας ἠγμένη Arst.): ἡ Φερετίμη Ἀρυάνδεω ἱ. ἕζετο Her. Феретима пришла молить Арианда о защите; ἱ. ἀφῖγμαι Soph. я пришла молить о заступничестве.