φίλοπλος: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φίλοπλος:''' -ον (ὅπλα), αυτός που αγαπά τα όπλα, σε Ανθ. | |lsmtext='''φίλοπλος:''' -ον (ὅπλα), αυτός που αγαπά τα όπλα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φίλοπλος:''' любящий оружие, т. е. воинственный Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A loving arms, AP11.195 (Diosc.), Epigr.Gr.223.7 (Milet.), Ephes.3 Nos.55,70, Vett.Val.17.24, Ptol.Tetr.61,69.
German (Pape)
[Seite 1283] Waffen, Krieg liebend, Dioscor. 20 (XI, 195).
Greek (Liddell-Scott)
φίλοπλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ ὅπλα, Ἀνθ. Π. 11. 195, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 223. 7,
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime les armes.
Étymologie: φίλος, ὅπλον.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά τα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. χαλκέ-οπλος].
Greek Monotonic
φίλοπλος: -ον (ὅπλα), αυτός που αγαπά τα όπλα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φίλοπλος: любящий оружие, т. е. воинственный Anth.