ὑπερευφραίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(6)
(4b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερευφραίνομαι:''' Παθ., [[χαίρομαι]] υπερβολικά, σε Λουκ.
|lsmtext='''ὑπερευφραίνομαι:''' Παθ., [[χαίρομαι]] υπερβολικά, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερευφραίνομαι:''' чрезвычайно радоваться (τι Luc.).
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερευφραίνομαι: Παθ., χαίρω εἰς ὑπερβολήν, Λουκ. Ἔρωτ. 5 αὐτὸ τοῦτο, διά…, ὁ αὐτ. ἐν Ἰκαρομ. 2· ἐπί τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 1, 3.

Greek Monotonic

ὑπερευφραίνομαι: Παθ., χαίρομαι υπερβολικά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερευφραίνομαι: чрезвычайно радоваться (τι Luc.).