λυχνίον: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λυχνίον:''' τό ([[λύχνος]]), [[λυχνοστάτης]], [[καντηλέρι]], σε Θεόκρ., Λουκ. | |lsmtext='''λυχνίον:''' τό ([[λύχνος]]), [[λυχνοστάτης]], [[καντηλέρι]], σε Θεόκρ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λυχνίον:''' τό Theocr., Plut., Luc. = [[λυχνίδιον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 31 December 2018
English (LSJ)
or λύχν-ιον, τό,
A = λυχνεῖον, Antiph.55.2, Theoc.21.36, Luc.Symp.46, IG5(2).514.16 (Lycosura, ii B. C.). 2 lamp, PTeb.406.12 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
λυχνίον: τό, = λυχνεῖον, Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1, Θεόκρ. 21. 36, Λουκ. Συμπ. 46.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de λύχνος.
Spanish
Greek Monotonic
λυχνίον: τό (λύχνος), λυχνοστάτης, καντηλέρι, σε Θεόκρ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
λυχνίον: τό Theocr., Plut., Luc. = λυχνίδιον.