οἰνώψ: Difference between revisions
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰνώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, = [[οἰνωπός]], λέγεται για τον Βάκχο, σε Σοφ.· γενικά, [[μελανός]], [[σκουρόχρωμος]], στον ίδ. | |lsmtext='''οἰνώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, = [[οἰνωπός]], λέγεται για τον Βάκχο, σε Σοφ.· γενικά, [[μελανός]], [[σκουρόχρωμος]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰνώψ:''' ῶπος adj. Soph. = [[οἶνοψ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ,
A = οἶνοψ, of Dionysus, S.OT211 (lyr.), prob. in E.Ba.236 ; f.l. in S.OC674.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ἐν χρήσει παρὰ Σοφοκλ. ἀντὶ οἶνοψ, οἰνωπός, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, οἰνῶπα Βάκχον εὔιον Ο. Τ. 211˙ καθόλου, μελανωπός, μελανόχρους, τὸν οἰνῶπ’ ἀνέχουσα κισσὸν (ἔνθα ὁ Jebb ἔχει: τὸν οἰνωπὸν ἔχουσα κισσόν, καὶ ἄλλοι ἄλλας γραφὰς) Ο. Κ. 674.
Greek Monolingual
οἰνώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)
(ποιητ. τ. για τον Διόνυσο) οἶνοψ («τᾱσδ' ἐπώνυμον γᾱς οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -ωψ, -ωπος (βλ. λ. όπωπα), πρβλ. γλαυκ-ώψ].
Greek Monotonic
οἰνώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, = οἰνωπός, λέγεται για τον Βάκχο, σε Σοφ.· γενικά, μελανός, σκουρόχρωμος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
οἰνώψ: ῶπος adj. Soph. = οἶνοψ.