οἰνώψ
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, = οἶνοψ, of Dionysus, S.OT211 (lyr.), prob. in E.Ba.236; f.l. in S.OC674.
German (Pape)
ῶπος, = οἶνοψ und οἰνωπός, weinfarbig; τὸν οἰνῶπ' ἀνέχουσα κισσόν, Soph. O.C. 680, vielleicht auf die Ähnlichkeit der Blätter und Früchte gehend; auch Βάκχος, O.R. 211, mit Reben gekränzt.
Russian (Dvoretsky)
οἰνώψ: ῶπος adj. Soph. = οἶνοψ.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ἐν χρήσει παρὰ Σοφοκλ. ἀντὶ οἶνοψ, οἰνωπός, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, οἰνῶπα Βάκχον εὔιον Ο. Τ. 211· καθόλου, μελανωπός, μελανόχρους, τὸν οἰνῶπ’ ἀνέχουσα κισσὸν (ἔνθα ὁ Jebb ἔχει: τὸν οἰνωπὸν ἔχουσα κισσόν, καὶ ἄλλοι ἄλλας γραφὰς) Ο. Κ. 674.
Greek Monolingual
οἰνώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)
(ποιητ. τ. για τον Διόνυσο) οἶνοψ («τᾱσδ' ἐπώνυμον γᾱς οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -ωψ, -ωπος (βλ. λ. όπωπα), πρβλ. γλαυκώψ].
Greek Monotonic
οἰνώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, = οἰνωπός, λέγεται για τον Βάκχο, σε Σοφ.· γενικά, μελανός, σκουρόχρωμος, στον ίδ.
Middle Liddell
οἰν-ώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, = οἰνωπός, of Bacchus, Soph.]
generally, dark, Soph.