οἰνώψ

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνώψ Medium diacritics: οἰνώψ Low diacritics: οινώψ Capitals: ΟΙΝΩΨ
Transliteration A: oinṓps Transliteration B: oinōps Transliteration C: oinops Beta Code: oi)nw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, = οἶνοψ, of Dionysus, S.OT211 (lyr.), prob. in E.Ba.236; f.l. in S.OC674.

German (Pape)

ῶπος, = οἶνοψ und οἰνωπός, weinfarbig; τὸν οἰνῶπ' ἀνέχουσα κισσόν, Soph. O.C. 680, vielleicht auf die Ähnlichkeit der Blätter und Früchte gehend; auch Βάκχος, O.R. 211, mit Reben gekränzt.

Russian (Dvoretsky)

οἰνώψ: ῶπος adj. Soph. = οἶνοψ.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ἐν χρήσει παρὰ Σοφοκλ. ἀντὶ οἶνοψ, οἰνωπός, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, οἰνῶπα Βάκχον εὔιον Ο. Τ. 211· καθόλου, μελανωπός, μελανόχρους, τὸν οἰνῶπ’ ἀνέχουσα κισσὸν (ἔνθα ὁ Jebb ἔχει: τὸν οἰνωπὸν ἔχουσα κισσόν, καὶ ἄλλοι ἄλλας γραφὰς) Ο. Κ. 674.

Greek Monolingual

οἰνώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)
(ποιητ. τ. για τον Διόνυσο) οἶνοψ («τᾱσδ' ἐπώνυμον γᾱς οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -ωψ, -ωπος (βλ. λ. όπωπα), πρβλ. γλαυκώψ].

Greek Monotonic

οἰνώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, = οἰνωπός, λέγεται για τον Βάκχο, σε Σοφ.· γενικά, μελανός, σκουρόχρωμος, στον ίδ.

Middle Liddell

οἰν-ώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, = οἰνωπός, of Bacchus, Soph.]
generally, dark, Soph.