τετραετία: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετραετία:''' ἡ, χρονική [[περίοδος]] τεσσάρων ετών, σε Πλούτ.
|lsmtext='''τετραετία:''' ἡ, χρονική [[περίοδος]] τεσσάρων ετών, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετρᾰετία:''' ἡ четырехлетие Plut.
}}
}}

Revision as of 09:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰετία Medium diacritics: τετραετία Low diacritics: τετραετία Capitals: ΤΕΤΡΑΕΤΙΑ
Transliteration A: tetraetía Transliteration B: tetraetia Transliteration C: tetraetia Beta Code: tetraeti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A term of four years, Thphr.CP3.7.7, Plu.Pomp.55, IG22.333c17 (iv B.C.), 9(1).12.10 (Ambryssus, iii A.D., where τετραετ[εί]ᾳ).

German (Pape)

[Seite 1097] ἡ, eine Zeit von vier Jahren, Plut. Luc. 20.

Greek (Liddell-Scott)

τετραετία: ἡ, περίοδος χρονικὴ τεσσάρων ἐτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 7, Πλουτ. Πομπ. 55, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
durée de quatre ans.
Étymologie: τετραετής.

Greek Monolingual

η, ΝΑ τετραετής
χρονική περίοδος τεσσάρων ετών (α. «χρημάτισε υπουργός μια ολόκληρη τετραετία» β. «τὰς ἐπαρχίας ἔχειν εἰς ἄλλην τετραετίαν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

τετραετία: ἡ, χρονική περίοδος τεσσάρων ετών, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰετία: ἡ четырехлетие Plut.