φυγόξενος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῠγόξενος:''' -ον, αυτός που αποφεύγει τους ξένους, [[αφιλόξενος]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''φῠγόξενος:''' -ον, αυτός που αποφεύγει τους ξένους, [[αφιλόξενος]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φῠγόξενος:''' избегающий иноземцев, т. е. негостеприимный Pind.
}}
}}

Revision as of 05:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγόξενος Medium diacritics: φυγόξενος Low diacritics: φυγόξενος Capitals: ΦΥΓΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: phygóxenos Transliteration B: phygoxenos Transliteration C: fygoksenos Beta Code: fugo/cenos

English (LSJ)

ον,

   A shunning strangers, inhospitable, φ. στρατός Pi.O.11(10).17.

German (Pape)

[Seite 1312] Fremde, Gastfreunde scheuend, ihnen abhold, = κακόξενος, Pind. Ol. 10, 17.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγόξενος: -ον, ὁ ἀποφεύγων τοὺς ξένους, ἄξενος, ἀφιλόξενος, φ. στρατός, οἱ Δωριεῖς, Πινδ. Ο. 11 (10). 18. πρβλ. ξενηλασία.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fuit les hôtes ou l’hospitalité, inhospitalier.
Étymologie: φεύγω, ξένος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποφεύγει τους ξένους, αφιλόξενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω) + ξένος (πρβλ. φιλό-ξενος)].

Greek Monotonic

φῠγόξενος: -ον, αυτός που αποφεύγει τους ξένους, αφιλόξενος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

φῠγόξενος: избегающий иноземцев, т. е. негостеприимный Pind.