πιτύστεπτος: Difference between revisions
From LSJ
Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πῐτύστεπτος:''' -ον ([[στέφω]]), αυτός που είναι [[γεμάτος]] πεύκα, σε Ανθ. | |lsmtext='''πῐτύστεπτος:''' -ον ([[στέφω]]), αυτός που είναι [[γεμάτος]] πεύκα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῐτύστεπτος:''' увенчанный пинией, в венке из веток пинии ([[Πάν]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, poet. for Πιτυόστ-,
A pine-crowned, Πάν AP6.253 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 622] sichtenbekränzt, Pan, Crinag. 7 (VI, 253).
Greek (Liddell-Scott)
πῐτύστεπτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ πιτυόστ-, ἐστεμμένος διὰ πίτυος, Ἀνθ. Π. 6. 253.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la couronne de pins, couronné de pins.
Étymologie: πίτυς, στεπτός.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) ο στεφανωμένος με πίτυ, με κλαδιά πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + στεπτός (< στέφω), πρβλ. εριό-στεπτος].
Greek Monotonic
πῐτύστεπτος: -ον (στέφω), αυτός που είναι γεμάτος πεύκα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πῐτύστεπτος: увенчанный пинией, в венке из веток пинии (Πάν Anth.).