ἐξαπίναιος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(4)
(1ab)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαπίναιος:''' -α, -ον ή -ος, -ον, = [[ἐξαιφνίδιος]], σε Ξεν.· επίρρ. <i>-ως</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐξαπίναιος:''' -α, -ον ή -ος, -ον, = [[ἐξαιφνίδιος]], σε Ξεν.· επίρρ. <i>-ως</i>, σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐξαπίναιος]], η, ον <i>adj</i> <i>adj</i> = [[ἐξαιφνίδιος]], Xen.] [adv. -ως Thuc.] [from ἐξᾰπί˘νης]<br />[[sudden]], [[unexpected]].
}}
}}

Revision as of 22:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαπῐναιος Medium diacritics: ἐξαπίναιος Low diacritics: εξαπίναιος Capitals: ΕΞΑΠΙΝΑΙΟΣ
Transliteration A: exapínaios Transliteration B: exapinaios Transliteration C: eksapinaios Beta Code: e)capi/naios

English (LSJ)

proparox., or ἐξαπῐν-αῖος, α, ον, or ος, ον,

   A = ἐξαιφνίδιος, Hp.Acut.28, X.Hier.10.6, Plb.25.2.1, Call.Jov.50, Ruf. ap. Orib.6.38.25. Adv. -ως Hp.Art.43, Th.3.3, al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπίναιος: ἢ ἐξᾰπῐναῖος, α, ον, ἢ ος, ον, = ἐξαιφνίδιος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388, Ξεν. Ἱέρων 10, 6, Πολύβ. 26. 6, 1, Καλλ. εἰς Δία 50. - Ἐπίρρ. -ως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Θουκ. 3. 3, κ. ἀλλ.

Spanish (DGE)

(ἐξᾰπίναιος) -α, -ον

• Alolema(s): fem. -η Hp.Acut.37; -αῖος, -ον Hp.Acut.28, Hp.Mul.2.138; Plb.25.2.1

• Prosodia: [-ῐ-]
adv. graf. -ινέως Thdt.HE 2.30.5
1 repentino, imprevisto τὰ ἐξαπιναῖα δῆλα τῶν νουσημάτων Hp.Mul.l.c., αἱ ἐξαπιναῖοι μεταβολαί Hp.Acut.28, ὁ ἄρτος θερμὸς ... παρέχει καὶ ἐξαπιναίην πληθώρην Hp.Acut.37, πολεμίων ἔφοδοι X.Hier.10.6, cf. Plb.l.c., φόβοι Aen.Tact.27.6, ἔργα Call.Iou.50, ἐκδιαίτησις Ph.2.160, συμβολή I.BI 1.369, ἐπιδρομαί I.BI 3.116, διάρροια Ruf. en Orib.6.38.25
neutr. subst. τὰ ἐξαπίναια τάραχον ἐξεργάζεται lo repentino produce confusión X.Eq.9.4, ὑπό τε τοῦ παρὰ π[ροσ] δοκίαν ἐξαπιναίου τυπ[τόμ] ενοι Phld.Elect.19.10.
2 adv. -ως repentinamente πέμπουσιν ἐ. ... ναῦς Th.3.3, cf. Thdt.l.c.
de golpe, a la vez ὅπως ... ἐ. ἀφήσουσι (τὴν κλίμακα) de modo que dejen caer de golpe (la escalera) Hp.Art.43.

Greek Monotonic

ἐξαπίναιος: -α, -ον ή -ος, -ον, = ἐξαιφνίδιος, σε Ξεν.· επίρρ. -ως, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐξαπίναιος, η, ον adj adj = ἐξαιφνίδιος, Xen.] [adv. -ως Thuc.] [from ἐξᾰπί˘νης]
sudden, unexpected.