Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δακρύρροος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δακρύρροος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που χύνει δάκρυα, σε Ευρ.
|lsmtext='''δακρύρροος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που χύνει δάκρυα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δακρύρροος:''' обливающийся слезами Eur.
}}
}}

Revision as of 14:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακρύρροος Medium diacritics: δακρύρροος Low diacritics: δακρύρροος Capitals: ΔΑΚΡΥΡΡΟΟΣ
Transliteration A: dakrýrroos Transliteration B: dakryrroos Transliteration C: dakryrroos Beta Code: dakru/rroos

English (LSJ)

ον,

   A flowing with tears, E.Supp.773; τέκνων πηγαί Id.HF98.

Greek (Liddell-Scott)

δακρύρροος: -ον, ὁ ῥέων δάκρυα, Εὐρ. Ἱκέτ. 773, Ἡρ. Μαιν. 98.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui fond en larmes.
Étymologie: δάκρυ, ῥέω.

Spanish (DGE)

-ον
que deja correr lágrimas δι' ὄσσων νᾶμ' ἔχων δακρύρροον manteniendo en mis ojos una fuente de lágrimas E.Ph.370, δακρυρρόους τέκνων πηγὰς ἀφαίρει E.HF 98
acompañado de lágrimas ᾍδου τε μολπὰς ἐκχέω δακρυρρόους E.Supp.773.

Greek Monolingual

δακρύρροος, -ον (AM)
όποιος συνοδεύεται με δάκρυα ή προκαλεί δάκρυα («Αδου μολπὰς δακρυρρόους», «δακρυρρόους θρήνους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + ρoFoς-ρους < ρέω].

Greek Monotonic

δακρύρροος: -ον (ῥέω), αυτός που χύνει δάκρυα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δακρύρροος: обливающийся слезами Eur.