ἄπηρος: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄπηρος:''' -ον, [[αρτιμελής]], αυτός που δεν έχει κάποια [[αναπηρία]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἄπηρος:''' -ον, [[αρτιμελής]], αυτός που δεν έχει κάποια [[αναπηρία]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄπηρος:''' не имеющий увечий, без телесных недостатков Her., Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unmaimed, Hdt.1.32, AP7.110 (D.L.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 290] (πήρα), ohne Tasche, Suid. = ἀπηρής, Her. 1, 32 Diog. L. 5, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπηρος: -ον, = ἀπηρής, Ἡρόδ. 1. 32, Διογ. Λ. 5. 40.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non estropié, valide.
Étymologie: ἀ, πηρός.
Spanish (DGE)
-ον
no mutilado de pers., Hdt.1.32, AP 7.110 (D.L.), Sud.s.u. ἄπηρα.
Greek Monolingual
ἄπηρος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ακρωτηριαστεί, αρτιμελής.
Greek Monotonic
ἄπηρος: -ον, αρτιμελής, αυτός που δεν έχει κάποια αναπηρία, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπηρος: не имеющий увечий, без телесных недостатков Her., Diog. L.