ψευδόρκιος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψευδόρκιος:''' -ον ([[ὅρκος]]), αυτός που ορκίζεται [[ψευδώς]], [[επίορκος]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ψευδόρκιος:''' -ον ([[ὅρκος]]), αυτός που ορκίζεται [[ψευδώς]], [[επίορκος]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψευδόρκιος:''' нарушивший клятву: ψευδόρκιοι γενόμενοι Her. нарушив данную клятву. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A perjured, forsworn, Hdt.1.165.
German (Pape)
[Seite 1395] = ψεύδορκος, falsch schwörend, meineidig, Her. 1, 165.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδόρκιος: -ον, ψευδῶς ὁρκισθείς, ἐπίορκος, Ἡρόδ. 1. 165.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait un faux serment, qui se parjure.
Étymologie: ψευδής, ὅρκος.
Greek Monolingual
-ον, Α ψεύδορκος
αυτός που έδωσε ψεύτικο όρκο.
Greek Monotonic
ψευδόρκιος: -ον (ὅρκος), αυτός που ορκίζεται ψευδώς, επίορκος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ψευδόρκιος: нарушивший клятву: ψευδόρκιοι γενόμενοι Her. нарушив данную клятву.