ταραξικάρδιος: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰραξῐκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]), αυτός που ταράζει την [[καρδιά]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τᾰραξῐκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]), αυτός που ταράζει την [[καρδιά]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰραξῐκάρδιος:''' [[ταράσσω]] повергающий в душевное смятение, хватающий за сердце (τὸ [[ἔπος]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A heart-troubling, Ar.Ach.315 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1070] das Herz beunruhigend, Ar. Ach. 296.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρᾰξικάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν ταράττων, τοῦτο τοὖπος δεινὸν ἤδη καὶ ταραξικάρδιον Ἀριστοφ. Ἀχ. 315.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui trouble le cœur, qui tourmente.
Étymologie: ταράσσω, καρδία.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ταράζει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ- του ταράσσω (πρβλ. τάραξις), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. σπαραξι-κάρδιος].
Greek Monotonic
τᾰραξῐκάρδιος: -ον (καρδία), αυτός που ταράζει την καρδιά, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰραξῐκάρδιος: ταράσσω повергающий в душевное смятение, хватающий за сердце (τὸ ἔπος Arph.).