διαπεύθομαι: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαπεύθομαι:''' ποιητ. αντί [[διαπυνθάνομαι]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''διαπεύθομαι:''' ποιητ. αντί [[διαπυνθάνομαι]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-πεύθομαι, poët. voor διαπυνθάνομαι, erachter komen, horen: met acc.: τὸν... οἰκουροῦντα wie... bestuurt Aeschl. Ag. 807. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. for διαπυνθάνομαι, A.Ag.807 (anap.).
German (Pape)
[Seite 595] = διαπυνθάνομαι, Aesch. Ag. 808.
Greek (Liddell-Scott)
διαπεύθομαι: ποιητικ. ἀντὶ τοῦ διαπυνθάνομαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 807.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés;
poét. c. διαπυνθάνομαι.
Spanish (DGE)
investigar abs. γνώσῃ δὲ χρόνῳ διαπευθόμενος A.A.807.
Greek Monolingual
βλ. διαπυνθάνομαι.
Greek Monotonic
διαπεύθομαι: ποιητ. αντί διαπυνθάνομαι, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πεύθομαι, poët. voor διαπυνθάνομαι, erachter komen, horen: met acc.: τὸν... οἰκουροῦντα wie... bestuurt Aeschl. Ag. 807.