ἁπτός: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁπτός:''' -ή, -όν, αυτός που υπόκειται στην [[αίσθηση]] της [[αφής]], που μπορεί [[κάποιος]] να ψαύσει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἁπτός:''' -ή, -όν, αυτός που υπόκειται στην [[αίσθηση]] της [[αφής]], που μπορεί [[κάποιος]] να ψαύσει, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁπτός:''' <b class="num">1)</b> осязаемый ([[ὁρατός]] καὶ ἁ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> осязательный, осязающий (τὸ γευστόν ἐστιν ἁπτόν τι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> ощутительный, заметный (διαφοραί Arst.).
}}
}}

Revision as of 08:09, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπτός Medium diacritics: ἁπτός Low diacritics: απτός Capitals: ΑΠΤΟΣ
Transliteration A: haptós Transliteration B: haptos Transliteration C: aptos Beta Code: a(pto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἅπτω)

   A tangible, ὁρατὰ ἢ ἁ. σώματα Pl.R.525d, cf. Ti. 32b, al., Arist.de An.424a12, Thphr.Od.64, etc.    II ἁπτά· φάρμακα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπτός: -ή, -όν, (ἅπτω) ὁ εἰς τὴν αἴσθησιν τῆς ἁφῆς ὑποπίπτων, τὸ τοῦ Κικέρωνος tractabilis, ὁρατὰ καὶ ἁπτὰ σώματα Πλάτ. Πολ. 525D, πρβλ. Τίμ. 32Β, κ. ἀλλ., Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2.11, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tangible, palpable.
Étymologie: ἅπτω¹.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que se puede tocar, tangible ὁρατὰ ἢ ἁ. σώματα Pl.R.525d, οὐρανὸν ὁρατὸν καὶ ἁπτόν Pl.Ti.32b, ἡ ἀφὴ τοῦ ἁπτοῦ καὶ ἀνάπτου Arist.de An.424a12, cf. Plot.4.5.4 (φαντασίαι) ἁπταὶ ... οὐκ οὖσαι Epicur.Fr.[72] 13, ἁπτὰ καὶ ὁρατὰ μιμήματα Plu.2.765a, τῶν ἁπτῶν ποιοτήτων ... καθάπερ γε καὶ τῶν γευστῶν Gal.8.115, cf. Porph.Abst.1.33, Thphr.Od.64, Diog.Oen.122.2.3
neutr. como adv. tangiblemente Plu.2.38a.
2 ἁπτά· φάρμακα Hsch.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀπτός, -ή, -όν) άπτω
ο χειροπιαστός, ο ψηλαφητός.

Greek Monotonic

ἁπτός: -ή, -όν, αυτός που υπόκειται στην αίσθηση της αφής, που μπορεί κάποιος να ψαύσει, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἁπτός: 1) осязаемый (ὁρατός καὶ ἁ. Plat.);
2) осязательный, осязающий (τὸ γευστόν ἐστιν ἁπτόν τι Arst.);
3) ощутительный, заметный (διαφοραί Arst.).